- τεχνίτης
- ο, ΝΜΑ, και θηλ. τεχνίτρα και τεχνίτρια Ν, και θηλ. τεχνῑτις, -ίτιδος, Α1. αυτός που γνωρίζει και ασκεί μια τέχνη, ιδίως χειρωνακτική, μάστορης2. αυτός που χρησιμοποιεί τους κανόνες ενός τομέα τής τέχνης για την εκτέλεση ενός έργου (α. «ο άντρας της είναι τεχνίτης στα ηλεκτρολογικά» β. «πότερον ὡς τεχνίτην αὐτὸν ἤ τινα ἄτεχνον... θήσομεν;», Πλάτ.)3. έμπειρος σε κάτι (α. «είναι τεχνίτης στη διπλωματία» β. «Λακεδαιμονίους δὲ μόνους τῷ ὄντι τεχνίτας τῶν πολεμικῶν», Ξεν.)4. πανούργος, ραδιούργος (α. «είναι τεχνήτρα στα ψέματα» β. «γόης, ὦ Διόγενες ἄνθρωπος καὶ τεχνίτης», Λουκιαν.)5. το θηλ. α) γυναίκα που γνωρίζει καλά μία τέχνηβ) γυναίκα που μεταχειρίζεται τεχνάσματα για να προκαλέσει το ενδιαφέρον τών ανδρώναρχ.φρ. α) «οἱ περὶ τοὺς θεοὺς τεχνῑται» — άνθρωποι που ασχολούνται με τις θρησκευτικές τελετές και συνήθειεςβ) «Διονυσιακοὶ τεχνῑται» ή «οἱ περὶ τὸν Διόνυσον τεχνῑται» — οργάνωση ηθοποιών και εκτελεστών μουσικών και δραματικών έργων η οποία υπήρχε σε διάφορες πόλεις τής αρχαιότητας.[ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + κατάλ -ίτης*].
Dictionary of Greek. 2013.